- κομίζω
- (AM κομίζω)φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.)αρχ.1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.)2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν», Ανδοκ.)3. φροντίζω, μεριμνώ («ἀλλ' εἰς οἶκον ἰοῦσα τὰ σ' αὐτῆς ἐργα κόμιζε», Ομ. Ιλ.)3. παίρνω μαζί μου κάποιον ή κάτι για να τού παράσχω φροντίδα («Ἀμφίμαχον... κόμισαν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.)4. σώζω («ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι», Πίνδ.)5. παίρνω κάτι ως βραβείο ή ως λεία («χρυσὸν δ' Ἀχιλεὺς ἐκόμισε δαΐφρων», Ομ. Ιλ.)6. (για καρπούς) συλλέγω, δρέπω7. δέχομαι κάτι από άλλον8. (ενεργ. και μεσ.) πλήττομαι από βλήμα9. εισάγω κάτι σε μια χώρα10. μτφ. (σχετικά με τέχνη, επιστήμη, φιλοσοφία κ.λπ.) είμαι ο πρώτος εισηγητής, μεταδίδω11. οδηγώ, συνοδεύω12. επαναφέρω κάποιον από την εξορία ή από τον Άδη13. (ενεργ. και μέσ.) αναλαμβάνω, ανακτώ («τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους αὐτοί... ἐκομίσαντο», Θουκ.)14. παρουσιάζω κάποιον ως αυθεντία («κομίζειν Θεμιστοκλέα», Φιλόδ.)15. χορηγώ, προσφέρω16. διασώζω από τη λήθη («ἀοιδοὶ καὶ λόγοι τὰ καλὰ ἔργ' ἐκόμισαν», Πίνδ.)17. (το ενεργ. και μέσ. συναρτημένα στον λόγο) δίνω και παίρνω πίσω («χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται», Μέν.)18. μέσ. κομίζομαια) επανέρχομαι, επιστρέφωβ) πληρώνομαι, εισπράττω τα οφειλόμενα19. παθ.. ταξιδεύω με μεταφορικό μέσο στην ξηρά ή στη θάλασσα20. φρ. «κομίζω ἐμαυτόν» — απέρχομαι, φεύγω.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρ. τού κομῶ / έω «φροντίζω, περιποιούμαι» παρεκτεταμένο σε -ίζω (πρβλ γεμ-ίζω < γέμω). Το ρ. κομίζω είχε αρχικά τη σημ. «περιποιούμαι, φροντίζω», η οποία εξελίχθηκε στην έννοια «μεταφέρω».ΠΑΡ. κομιστής, κομιστικός, κόμιστροαρχ.κομιδή, κομιστήρ, κομιστόςμσν.κόμισις.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αποκομίζω, διακομίζω, εισκομίζω, εκκομίζω, μετακομίζω, προσκομίζω, συγκομίζω, συναποκομίζωαρχ.ανακομίζω, αντεκομίζω, αντικκομίζω, επεισκομίζω, επικομίζω, κατακομίζω, νεκροκομίζω, παρακομίζω, παρεισκομίζω, περικομίζω, προεκκομίζω, προκομίζω, συγκατακομίζω, συμπαρακομίζω, συμπερικομίζω, συνανακομίζω, συνδιακομίζω, συνεισκομίζω, συνεκκομίζω, υπεκκομίζω, υπερκομίζω].
Dictionary of Greek. 2013.